ὕψου

ὕψου
ὕ̱ψου , ὑψόω
lift high
imperf ind act 3rd sg
ὑψόω
lift high
pres imperat act 2nd sg
ὑψόω
lift high
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υψού — Α επίρρ. 1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῡ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῡ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. τηλ οῦ] …   Dictionary of Greek

  • ὑψοῦ — ὑ̱ψοῦ , ὑψόω lift high imperf ind mp 2nd sg ὑψόω lift high pres imperat mp 2nd sg ὑψόω lift high imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ὑψοῦ high indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕψου — Ὕψος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • выспрь — (30) нар. 1. Вверх, ввысь: анг҃лы ст҃ии грозьно трѩсѹтьсѩ възносѩще д҃ховьнѹю жьртвѹ выспрь на нб҃са. СбТр XII/XIII, 29 об.; видѣхъ голубь выспрь летѩщь на высотѹ нб(с)нѹю. ПрЛ XIII, 133г; бл҃гъ мѹжь и превелии, прч(с)тъ и выспрь высокъ паче… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CONCHA — I. CONCHA Graece Κόγχη, apud medii aevi Scriptores, culmen dicitur, quô tegebatur Sanctuarium vel Adytum Templi, quod instar Conchae structum esset, nomen adeptum: Habebat enim dimidiati liaemisphaerii figuram, vel quartae partis sphaerae. Paulus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίψοι — ἴψοι (Α) επίρρ. αιολ. τ. αντί ὑψοῡ ή, κατ άλλους, αντί ὕψοι («ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες» σηκώστε ψηλά το δοκάρι τής στέγης, μαστόροι, Σαπφ.) …   Dictionary of Greek

  • ορσιπέτης — ὀρσιπέτης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑψοῡ πετόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. αερο πέτης] …   Dictionary of Greek

  • υψοτάτω — Α επίρρ. (υπερθ. βαθμός τού ὑψοῡ) υψηλότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κατάλ. τών επιρρ. υπερθ. βαθμού ο τάτω (πρβλ. τηλ ο τάτω, μακρ ο τάτω)] …   Dictionary of Greek

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”